τετραγώνισμα

τετραγώνισμα
το, ΝΜΑ [τετραγωνίζω]
νεοελλ.
1. ο μετασχηματισμός γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο
2. η κατεργασία λίθου ή ξύλου κατά ορθές γωνίες
μσν.-αρχ.
(για σχήμα) ορθογώνιο (α. «ἐκ τοῡ τετραγωνίσματος τῆς σκυτάλης», Τζέτζ.
β. «μετὰ τὴν τετράγωνον ἐκκοπὴν τὰς δύο πλευρὰς τοῡ τετραγωνίσματος», Άντυλλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετραγώνισμα — το, ατος μετατροπή σε τετράγωνο, η κατεργασία πέτρας ή ξύλου σε ορθές γωνίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τετραγωνίσματι — τετραγώνισμα rectangle neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραγωνίσματος — τετραγώνισμα rectangle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετραγωνισμός — ο 1. τετραγώνισμα (βλ. λ.). 2. η ύψωση αριθμού στο τετράγωνό του (στη δεύτερη δύναμη) με πολλαπλασιασμό του αριθμού επί τον εαυτό του: 52. 3. φρ., «τετραγωνισμός του κύκλου», άλυτο μαθηματικό πρόβλημα, όπου με κανόνα και διαβήτη επιδιώκεται να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”