- τετραγώνισμα
- το, ΝΜΑ [τετραγωνίζω]νεοελλ.1. ο μετασχηματισμός γεωμετρικού σχήματος σε τετράγωνο2. η κατεργασία λίθου ή ξύλου κατά ορθές γωνίεςμσν.-αρχ.(για σχήμα) ορθογώνιο (α. «ἐκ τοῡ τετραγωνίσματος τῆς σκυτάλης», Τζέτζ.β. «μετὰ τὴν τετράγωνον ἐκκοπὴν τὰς δύο πλευρὰς τοῡ τετραγωνίσματος», Άντυλλ.).
Dictionary of Greek. 2013.